- τετράλασσον
- τετρά-λασσον, dub. sens. (of flax) in Edict.Diocl.28.61; τετράλασον (sic)A
λέντιν PSI8.971.17
(iii/iv A.D.); cf. δίλασσον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λέντιν PSI8.971.17
(iii/iv A.D.); cf. δίλασσον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.